ἐκκειμένως

ἐκκειμένως
ἔκκειμαι
to be cast out
perf part mp masc acc pl (doric)
ἔκκειμαι
to be cast out
pres part mp masc acc pl (doric)
ἐκκειμένως
openly
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκκειμένως — επίρρ. βλ. έκκειμαι …   Dictionary of Greek

  • έκκειμαι — (AM ἔκκειμαι) Ι. είμαι ανηρτημένος για να μπορεί να μέ διαβάζει το κοινό («έκκειται το πινάκιον») αρχ. μσν. πέφτω έξω, βρίσκομαι έξω αρχ. 1. επιδεικνύω 2. προβάλλω, φαίνομαι έξω από κάτι 3. (για μέλη τού σώματος) είμαι ακάλυπτος, γυμνός 4. είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”